καστελέτο

καστελέτο
το
φασαρία, θορυβώδες επεισόδιο («πάμε μην έρθει εδώ ο μπουρδιάς και κάμει καστελέτο», Στάθης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. casteleto].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”